- αἰγείρους
- αἴγειροςblack poplarfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγειρών — αἰγειρὼν ( ῶνος), ο (Α) [αἴγειρος] δάσος από αιγείρους, από λεύκες … Dictionary of Greek
ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Αίγειρα ή Αίγιρα — Αρχαία πόλη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στη σημερινή θέση Παλαιόκαστρο, όπου βρέθηκαν και ερείπιά της, δηλαδή τα θεμέλια μικρού ναού του Δία και μαρμάρινη κεφαλή του θεού, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Παυσανίας… … Dictionary of Greek
Αιθερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που… … Dictionary of Greek